- χρηματικῶν
- χρηματικόςoffem gen plχρηματικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… … Dictionary of Greek
αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
απόληψη — Οικονομικός όρος που συνίσταται στην είσπραξη χρηματικών ποσών του επιχειρηματία ως ιδιώτη από την επιχείρησή του. Το νομότυπο της α. συναρτάται με πλήθος τυπικές διαδικασίες, αλλιώς μπορεί να στοιχειοθετήσει αστικά αλλά και ποινικά αδικήματα… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
πανιώνιος — I Κάτοικος της αρχαίας Χίου που αγόραζε ωραίους νέους ή και παιδιά, τους ευνούχιζε και τους πουλούσε στις Σάρδεις και στην Έφεσο αντί μεγάλων χρηματικών ποσών. Τους ευνούχους αυτούς οι άρχοντες της εποχής τους χρησιμοποιούσαν για οικιακές… … Dictionary of Greek